- ἔναυδος
- ἔναυδος, ον,A speaking, living, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έναυδος — ἔναυδος, ον (Α) 1. αυτός που έχει φωνή, που μιλεί, ζωντανός 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἔμπνους, φωνήεις» … Dictionary of Greek
ἔναυδος — speaking masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυδή — αὐδή, η (Α) 1. ομιλία, ανθρώπινη φωνή 2. (για το τόξο, τη σάλπιγγα, τον τζίτζικα) ήχος, τριγμός, κλαγγή 3. φήμη, διάδοση 4. άσμα, ωδή 5. φωνή του θεού, χρησμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αυδή (βασική σημασία «ανθρώπινη φωνή»), που μαρτυρείται ήδη από τον… … Dictionary of Greek